Με αφορμή πρόσφατα περιστατικά παιδικής κακοποίησης, όπως η υπόθεση του 3χρονου Άγγελου στην Κρήτη, προκύπτουν δύσκολα ερωτήματα για τη φύση της βίας και των μηχανισμών που την υποθάλπουν. Η παιδική κακοποίηση δεν είναι ένα σπάνιο γεγονός, ούτε περιορίζεται σε ακραίες και μεμονωμένες περιπτώσεις. Αντιθέτως, αποτελεί ένα διαδεδομένο και σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Πολλοί πιστεύουν λανθασμένα ότι τέτοιες καταστάσεις είναι σπάνιες, όμως η πραγματικότητα αποδεικνύει το αντίθετο: η παιδική κακοποίηση επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως το οικογενειακό περιβάλλον, η κοινωνική δομή και οι πολιτισμικές αντιλήψεις. Πρόκειται για μια πολύπλοκη μορφή βίας που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Είναι μια δραματική έκφραση της ανθρώπινης βίας που θέτει δύσκολα ερωτήματα για τη φύση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να βασανίσει ένα ανυπεράσπιστο παιδί; Τι ρόλο παίζει η προσωπικότητα, το περιβάλλον και η ψυχολογία του δράστη σε μια τέτοια πράξη; Και γιατί η μητέρα του παιδιού, που θα έπρεπε να είναι το πρώτο του καταφύγιο, δεν το προστάτευσε;
Η πρώτη αντίδραση της κοινωνίας είναι συχνά να αποδώσει την πράξη σε μια ακραία ψυχική κατάσταση ή διαταραχή. Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να προσφέρει μια αίσθηση ψευδούς ασφάλειας, καθώς μας κάνει να αισθανόμαστε ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι μακριά από εμάς και δεν μας αφορούν άμεσα. Για να κατανοήσουμε πραγματικά τη φύση της βίας, χρειάζεται να κοιτάξουμε πιο βαθιά, πέρα από τις απλοϊκές εξηγήσεις. Τα εγκληματολογικά και ψυχολογικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και πολυδιάστατη. Οι περισσότεροι δράστες τέτοιων εγκλημάτων δεν πάσχουν από σοβαρή ψυχιατρική διαταραχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά τους είναι «φυσιολογική» με την κοινή έννοια, αλλά ότι η βίαιη δράση τους είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, όπως η μειωμένη ενσυναίσθηση, η έλλειψη συναισθηματικής ρύθμισης, η επίδραση του περιβάλλοντος και οι αποκρυσταλλωμένες αντικοινωνικές συμπεριφορές. Η εγκληματική συμπεριφορά δεν αποτελεί προϊόν ψυχικής νόσου, αλλά συχνά διαμορφώνεται από ένα πλέγμα ατομικών και κοινωνικών επιρροών που ενισχύουν τη χρήση βίας ως μέσο ελέγχου ή επιβολής.
Η σύνδεση της ψυχικής ασθένειας με την εγκληματική συμπεριφορά είναι συχνά παρεξηγημένη. Πολλοί θεωρούν ότι οι ψυχικές διαταραχές οδηγούν αναπόφευκτα στη βία, όμως τα δεδομένα δείχνουν το αντίθετο. Οι περισσότερες ψυχικές διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια, δεν σχετίζονται με την εγκληματικότητα. Ωστόσο, οι άνθρωποι που πάσχουν από ψυχικές παθήσεις είναι συχνά πιο ευάλωτοι στη βία, αποτελώντας συχνότερα θύματα παρά θύτες.
Αντίθετα, η ακραία βία μπορεί να σχετίζεται με αντικοινωνικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως αυτά που συναντώνται στην αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας (ASPD), μιας διαταραχής που σχετίζεται με την αδυναμία σεβασμού των κοινωνικών κανόνων, την έλλειψη τύψεων, τη χειριστικότητα και την απουσία ενσυναίσθησης. Εντούτοις, δεν έχουν όλοι οι δράστες ASPD, και δεν έχουν όλοι όσοι έχουν ASPD εγκληματική συμπεριφορά. Η διάπραξη μιας τόσο ακραίας πράξης συνήθως προκύπτει από ένα σύνολο παραγόντων, όπως η προσωπικότητα του δράστη, το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και οι κοινωνικές επιρροές που δέχτηκε.
Ένα από τα πιο κοινά χαρακτηριστικά των δραστών ακραίας βίας είναι η απουσία ενσυναίσθησης, η οποία επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα θύματά τους. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να νιώθουμε και να κατανοούμε τα συναισθήματα των άλλων. Είναι ένας από τους βασικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς που εμποδίζουν τους ανθρώπους να βλάψουν ο ένας τον άλλον. Όταν η ενσυναίσθηση λείπει ή είναι μειωμένη, ο θύτης δεν θεωρεί το θύμα πλέον άνθρωπο, αλλά ένα αντικείμενο πάνω στο οποίο μπορεί να εκτονώσει τον θυμό, την απογοήτευση ή την ανάγκη του για έλεγχο.
Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι που διαπράττουν τέτοιες πράξεις συχνά βλέπουν το παιδί ως αντικείμενο – στερώντας του την ανθρώπινη υπόσταση – ως κάτι που μπορούν να χειρίζονται χωρίς συνέπειες. Σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχει και ένα στοιχείο σαδιστικής ικανοποίησης, όπου η κακοποίηση δεν γίνεται μόνο ως τιμωρία, αλλά και ως ένας τρόπος επιβολής δύναμης.
Η απουσία ενσυναίσθησης, σε συνδυασμό με τη βίαιη συμπεριφορά που αποκτήθηκε μέσω της ανατροφής και της κοινωνικής επιρροής, μπορεί να διαμορφώσει μια επικίνδυνη δυναμική, όπου η βία γίνεται αντιληπτή ως φυσιολογικό μέσο επίλυσης διαφορών ή άσκησης ελέγχου.
Αν και η απουσία ενσυναίσθησης είναι κρίσιμος παράγοντας, δεν αρκεί από μόνη της για να εξηγήσει τέτοιες πράξεις. Η ψυχολογική έρευνα έχει δείξει ότι η βία είναι μια επίκτητη συμπεριφορά. Άνθρωποι που μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα όπου η βία ήταν ο κανόνας – είτε ως θύματα είτε ως μάρτυρες – έχουν περισσότερες πιθανότητες να την αναπαράγουν.
Ωστόσο, κάθε άνθρωπος που μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον βίας δεν είναι καταδικασμένος ώστε να γίνει βίαιος. Ο ρόλος των προστατευτικών παραγόντων είναι καθοριστικός. Ένα παιδί που μεγαλώνει σε ένα δυσλειτουργικό περιβάλλον αλλά έχει έναν δάσκαλο, έναν συγγενή ή έναν φίλο που του δείχνει έναν διαφορετικό δρόμο, μπορεί να σπάσει αυτόν τον κύκλο. Στην περίπτωση του πατριού του Άγγελου, είναι πολύ πιθανό ότι η βία ήταν γι’ αυτόν κάτι «φυσιολογικό».
Ένα κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ο ρόλος της μητέρας: «Γιατί δεν προστάτευσε το παιδί της;». Η απάντηση δεν είναι απλή.
Η θέση της μητέρας σε τέτοιες υποθέσεις μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής της και την ψυχολογική της κατάσταση. Κάποιες γυναίκες που βρίσκονται σε κακοποιητικές σχέσεις έχουν υποστεί τόσο ισχυρό ψυχολογικό έλεγχο, που νιώθουν ανίκανες να αντιδράσουν ή να αναζητήσουν βοήθεια. Η χρόνια ψυχολογική και σωματική βία μπορεί να τις έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση παράλυσης, όπου δεν βλέπουν διέξοδο. Άλλες γυναίκες μπορεί να έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλοντα όπου η ανδρική βία θεωρούνταν «φυσιολογική», με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζουν τη σοβαρότητα της κατάστασης ούτε να αντιλαμβάνονται ότι το παιδί τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου η μητέρα επιλέγει συνειδητά να αγνοήσει ή ακόμα και να συμμετέχει στην κακοποίηση. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή βλέπει το παιδί ως ανταγωνιστικό προς τη σχέση της με τον σύντροφο, είτε επειδή έχει αναπτύξει μια συναισθηματική απόσταση από αυτό. Σε άλλες περιπτώσεις, η μητέρα μπορεί να θεωρεί ότι η πειθαρχία και η αυστηρότητα, ακόμη και με τη μορφή βίας, είναι αποδεκτοί τρόποι διαπαιδαγώγησης. Τέλος, κάποιες μητέρες, αν και δεν εγκρίνουν τη βία, δεν παρεμβαίνουν λόγω φόβου ή λόγω της δικής τους συναισθηματικής και οικονομικής εξάρτησης από τον θύτη.
Η κατανόηση των διαφορετικών ρόλων που μπορεί να έχει μια μητέρα σε τέτοιες καταστάσεις είναι κρίσιμη, όχι για να δικαιολογήσει την απραξία, αλλά για να εντοπιστούν οι μηχανισμοί που την οδηγούν στην αδράνεια και να δημιουργηθούν τρόποι υποστήριξης που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να προστατεύσει το παιδί της.
Η παιδική κακοποίηση είναι ένα κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί συλλογική δράση. Δεν αρκούν μόνο οι νόμοι και οι τιμωρίες· χρειάζεται ευαισθητοποίηση, υποστήριξη των ευάλωτων οικογενειών και δημιουργία ασφαλών μηχανισμών προστασίας για τα παιδιά.
Εξάλλου, η πρόληψη της παιδικής κακοποίησης δεν είναι μόνο θέμα αυστηρότερων νόμων. Είναι θέμα κοινωνικής εγρήγορσης. Όταν βλέπουμε ένα παιδί με ανεξήγητους μώλωπες, όταν ακούμε κραυγές από ένα σπίτι, όταν νιώθουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, πρέπει να μιλάμε.
Η ψυχολογία μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη βία, όχι για να τη δικαιολογήσουμε, αλλά για να την αποτρέψουμε και να βρούμε αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης. Η κατανόηση είναι το πρώτο βήμα, αλλά όχι το μόνο. Η δράση και η ανάληψη ευθύνης από όλους – γείτονες, εκπαιδευτικούς, επαγγελματίες – είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία των παιδιών. Η κακοποίηση ενός παιδιού είναι ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα, γιατί το παιδί είναι το πιο αβοήθητο μέλος της κοινωνίας. Και όσο η κοινωνία σωπαίνει, επιτρέπει σε τέτοιες τραγωδίες να συνεχίζονται.
Η αλλαγή ξεκινά από την απόρριψη της βίας ως μέρος της καθημερινότητας και τη δημιουργία μιας κοινωνίας που δεν κλείνει τα μάτια. Η παιδική κακοποίηση δεν είναι μια ιδιωτική υπόθεση – είναι μια πληγή που μας αφορά όλους. Η ευαισθητοποίηση και η κοινωνική παρέμβαση είναι τα ισχυρότερα όπλα μας. Όταν μιλάμε, όταν δεν σιωπούμε, όταν δεν επιτρέπουμε στη βία να κρυφτεί πίσω από τους τοίχους ενός σπιτιού, τότε έχουμε τη δύναμη να σώσουμε ζωές.
ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ & ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΠΛΗΡΕΣΤΕΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ:
- Στατιστικά στοιχεία: Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει ο Οργανισμός «Το Χαμόγελο του Παιδιού», η Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056 δέχεται χιλιάδες κλήσεις ετησίως σχετικά με παιδιά σε κίνδυνο, υπογραμμίζοντας το μέγεθος του προβλήματος και στη χώρα μας. Διεθνείς οργανισμοί, όπως η UNICEF, επισημαίνουν ότι παγκοσμίως εκατομμύρια παιδιά πέφτουν θύματα διαφόρων μορφών βίας κάθε χρόνο.
- Πρακτικές οδηγίες: Αν παρατηρήσουμε σημάδια ή υποψιαστούμε κακοποίηση ανηλίκου, μπορούμε να ενημερώσουμε άμεσα τις αρμόδιες αρχές (Αστυνομία, Εισαγγελία Ανηλίκων) ή να καλέσουμε την Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056. Σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, κάθε λεπτό μπορεί να αποβεί σωτήριο.
- Παραπομπές και οργανισμοί: Πληροφορίες και επιπλέον βοήθεια μπορεί κάποιος να αναζητήσει σε επίσημους οργανισμούς και ΜΚΟ, όπως το «Χαμόγελο του Παιδιού» (https://www.hamogelo.gr/) και η UNICEF (https://www.unicef.org/). Εκεί υπάρχουν ειδικά τμήματα υποστήριξης και καθοδήγησης για γονείς, εκπαιδευτικούς και πολίτες.
ΠΗΓΕΣ:
- «Το Χαμόγελο του Παιδιού»: https://www.hamogelo.gr/
- UNICEF: https://www.unicef.org/
- UNICEF – Violence against children (Key facts): https://www.unicef.org/protection/violence-against-children
- Στοιχεία Εθνικής Τηλεφωνικής Γραμμής για τα Παιδιά SOS 1056 (“Το Χαμόγελο του Παιδιού”)